- Σεβῆρος
- Σεβῆροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σεβήρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πλατωνικός φιλόσοφος, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε περί ψυχής ακολουθώντας τον πλατωνικό Τίμαιο. Τα πλατωνικά όμως μέρη της ψυχής τα αντικατάστησε με τις αριστοτελικές δυνάμεις της ψυχής. 2. Κάσσιος, Ρωμαίος… … Dictionary of Greek
Σεβήρος, Γαβριήλ — Λόγιος μητροπολίτης Φιλαδέλφειας και συγγραφέας (Μονεμβασία 1539; Λεσίνα, Δαλματία 1616). Νήπιο ακόμα, μετά την άλωση της πατρίδας του από τους Τούρκους (1540), βρέθηκε στην Κρήτη, όπου έλαβε και την πρώτη παιδεία. Αργότερα σπούδασε στην Πάντοβα… … Dictionary of Greek
Γαβριήλ Σεβήρος — Βλ. λ. Σεβήρος, Γαβριήλ … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Σεβήρος — (Μarcus Αurelius Severus Alexander, Συρία 208 – 235 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (222 235 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Συρία και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όταν εξελέγη αυτοκράτορας ο εξάδελφός του Ηλιογάβαλος, ο οποίος τον υιοθέτησε. Παρ’ όλα αυτά, με την… … Dictionary of Greek
Διαδουμενιανός, Μάρκος Οπίλιος Σεβήρος Μακρίνος Αντωνίνος — (3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βασίλευσε μόνο για μερικές εβδομάδες το 218 μ.Χ., αλλά νικήθηκε και σκοτώθηκε από τον επαναστατημένο στρατό του Ηλιογάβαλου … Dictionary of Greek
Καρακάλλας, Μάρκος Αυρήλιος Σεβήρος Αντωνίνος Βασιανός — (Marcus Aurelius Severus Antoninus Basssianus Caracalla, Λιόν 186 – Κάρρες Μεσοποταμίας 217 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (211 217). Επονομάστηκε Κ. επειδή συνήθιζε να φορά γαλατικό χιτώνα με την ίδια ονομασία. Γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου και της… … Dictionary of Greek
Σεπτίμιος Σεβήρος, Λούκιος — (Lucius Septimius Severus). Ρωμαίος αυτοκράτορας (Λέπτις Μάγκνα 146 μ.Χ. Υόρκη 211). Συγκλητικός επί Μάρκου Αυρήλιου και διοικητής πολλών επαρχιών, μετά τη δολοφονία του Περτίνακος (193) ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τις λεγεώνες. Από μερικούς… … Dictionary of Greek
Σεβῆρε — Σεβῆρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβῆρον — Σεβῆρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβήρου — Σεβῆρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)